Καλύπτω στα ολλανδικά

Μετάφραση: καλύπτω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bedekking, bedekken, toedekken, beleggen, omslag, deken, deksel, dekken, kaft, dekking
Καλύπτω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καλύπτω

καλύπτω στα αγγλικά, καλύπτω επιφάνειες, καλύπτω συνώνυμα, καλύπτω αρχικοί χρόνοι, καλύπτω ανάγκες, καλύπτω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καλύπτω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • καλότυχος στα ολλανδικά - gelukkig, geluk, het geluk, gelukkige, fortuinlijke
  • καλύβα στα ολλανδικά - tent, barak, afdak, loods, huisje, kraam, luifel, ...
  • καλώ στα ολλανδικά - aanschrijven, telefoontje, roep, telefoongesprek, oproepen, roepen
  • καλώδιο στα ολλανδικά - telegram, draad, tros, metaaldraad, kabel, de kabel, kabels
Τυχαίες λέξεις
Καλύπτω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bedekking, bedekken, toedekken, beleggen, omslag, deken, deksel, dekken, kaft, dekking