Σκεπάζω στα ολλανδικά
Μετάφραση: σκεπάζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
deken, kleden, bekleden, te kleden, kleedt, bekleedt
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκεπάζω
σκεπάζω ονειροκρίτης, σκεπάζω συνωνυμα, σκεπάζω αγγλικά, σκεπάζω συνώνυμο, σκεπάζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σκεπάζω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- σκαστός στα ολλανδικά - hou je mond, opgesloten, zwijgen, zwijg, opsluiten
- σκελετός στα ολλανδικά - bouw, voorbeeld, omlijsten, toonbeeld, vatten, kader, omlijsting, ...
- σκεπή στα ολλανδικά - dak, overkapping, kap, housetop, dak is, dak bevindt
- σκεπτικισμός στα ολλανδικά - scepticisme, scepsis, sceptisch, het scepticisme, kritische
Τυχαίες λέξεις
Σκεπάζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: deken, kleden, bekleden, te kleden, kleedt, bekleedt
Μεταφράσεις: deken, kleden, bekleden, te kleden, kleedt, bekleedt