Den στα ελληνικά
Μετάφραση: den, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έλατο, πεύκο, πεύκη, Pine Tree, πεύκου, από πεύκα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- demonstreren στα ελληνικά - αποδεικνύω, διαδηλώνω, δείχνω, αποδεικνύουν, καταδεικνύουν, αποδείξουν, αποδείξει, ...
- dempen στα ελληνικά - γεμίζω, βουβός, Σίγαση, σίγασης, Mute, τη σίγαση
- denkbaar στα ελληνικά - εφικτός, πιθανός, νοητός, νοητό, νοητή, σκεφθεί κανείς, αδιανόητη
- denkbeeld στα ελληνικά - νόμιζα, ιδέα, σκεφτόμουν, σκέψη, έννοια, αντίληψη, έννοιας, ...
Τυχαίες λέξεις
Den στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έλατο, πεύκο, πεύκη, Pine Tree, πεύκου, από πεύκα
Μεταφράσεις: έλατο, πεύκο, πεύκη, Pine Tree, πεύκου, από πεύκα