Πεύκο στα ολλανδικά

Μετάφραση: πεύκο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
den, pijnboom, vurenhout, Pine, grenen
Πεύκο στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πεύκο

πεύκο μελίσσια, πεύκο καλαβρύτων, πεύκο κλάδεμα, πεύκο στα αγγλικά, πεύκο σε γλάστρα, πεύκο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πεύκο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πετυχημένος στα ολλανδικά - geslaagd, succesvolle, succesvol, succes, geslaagde
  • πετώ στα ολλανδικά - smijten, aaien, aanhalen, gooi, strelen, uitspelen, gooien, ...
  • πηγάδι στα ολλανδικά - welnu, put, goed, wel, bron, en, ook, ...
  • πηγή στα ολλανδικά - auteur, schepper, welput, afkomst, oorsprong, herkomst, bedenker, ...
Τυχαίες λέξεις
Πεύκο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: den, pijnboom, vurenhout, Pine, grenen