Denkbaar στα ελληνικά

Μετάφραση: denkbaar, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εφικτός, πιθανός, νοητός, νοητό, νοητή, σκεφθεί κανείς, αδιανόητη
Denkbaar στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dempen στα ελληνικά - γεμίζω, βουβός, Σίγαση, σίγασης, Mute, τη σίγαση
  • den στα ελληνικά - έλατο, πεύκο, πεύκη, Pine Tree, πεύκου, από πεύκα
  • denkbeeld στα ελληνικά - νόμιζα, ιδέα, σκεφτόμουν, σκέψη, έννοια, αντίληψη, έννοιας, ...
  • denkbeeldig στα ελληνικά - φανταστικός, φανταστικό, φανταστικού, νοητή, φαντασιακό
Τυχαίες λέξεις
Denkbaar στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εφικτός, πιθανός, νοητός, νοητό, νοητή, σκεφθεί κανείς, αδιανόητη