Deskundige στα ελληνικά
Μετάφραση: deskundige, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ικανός, εμπειρογνώμονας, επιτήδειος, επιδέξιος, ειδικός, αγαθός, καλός, προχωρημένος, εμπειρογνώμων, εμπειρογνωμόνων, εμπειρογνώμονα, των εμπειρογνωμόνων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- desinfecteren στα ελληνικά - απολυμαίνω, απολυμαίνουν, απολυμάνετε, την απολύμανση, απολυμαίνει, να απολυμαίνονται
- deskundig στα ελληνικά - ικανός, ειδικός, εμπειρογνώμονας, καλός, προχωρημένος, επιδέξιος, αγαθός, ...
- desondanks στα ελληνικά - όμως, ωστόσο, ακόμα, γαλήνιος, ήρεμος, ακίνητος, παρ 'όλα αυτά
- despoot στα ελληνικά - δεσπότης, δεσπότη, δυνάστης, ο Δεσπότης, δυνάστη
Τυχαίες λέξεις
Deskundige στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ικανός, εμπειρογνώμονας, επιτήδειος, επιδέξιος, ειδικός, αγαθός, καλός, προχωρημένος, εμπειρογνώμων, εμπειρογνωμόνων, εμπειρογνώμονα, των εμπειρογνωμόνων
Μεταφράσεις: ικανός, εμπειρογνώμονας, επιτήδειος, επιδέξιος, ειδικός, αγαθός, καλός, προχωρημένος, εμπειρογνώμων, εμπειρογνωμόνων, εμπειρογνώμονα, των εμπειρογνωμόνων