Deugdelijk στα ελληνικά

Μετάφραση: deugdelijk, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ισχύων, ουσιαστικός, αξιόλογος, στερεός, δυνατός, συμπαγής, ήχος, υγιής, χρηστή, ακούγεται, τη χρηστή
Deugdelijk στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • detineren στα ελληνικά - κρατώ, καθυστερώ, διατηρώ, κράτηση, κρατούν, κατακρατούν, να κρατούν, ...
  • deugd στα ελληνικά - προσόν, προτέρημα, φρονιμάδα, αρετή, δυνάμει, λόγω, βάσει, ...
  • deugdelijkheid στα ελληνικά - προτέρημα, προσόν, αρετή, φρονιμάδα, αξιοπιστία, την αξιοπιστία, αξιοπιστίας, ...
  • deugen στα ελληνικά - στεγάζω, βολεύω, αρμόζω, κοστούμι, εξυπηρετώ, ελαττωματική, λανθασμένη, ...
Τυχαίες λέξεις
Deugdelijk στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ισχύων, ουσιαστικός, αξιόλογος, στερεός, δυνατός, συμπαγής, ήχος, υγιής, χρηστή, ακούγεται, τη χρηστή