Doen στα ελληνικά

Μετάφραση: doen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραδίνω, κινώ, εκτελώ, αιτία, κίνηση, μετακομίζω, εξαναγκάζω, προκαλώ, κατασκευάζω, πράξη, σαλεύω, φτιάχνω, αποδίδω, κάνω, σκοπός, προξενώ, κάνει, κάνετε, κάνουμε, κάνουν
Doen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • doelwit στα ελληνικά - λειτουργία, αντικείμενο, αντικειμενικός, δεξίωση, αντιτείνω, αποφασιστικότητα, ρόλος, ...
  • doemen στα ελληνικά - ειμαρμένη, καταδικάζω, καταδικάζουμε, καταδικάζουν, καταδικάσουν, καταδικάσουμε
  • dof στα ελληνικά - πληκτικός, πυκνός, θολωμένος, μουγγός, μουχρός, βαρετός, βραδύς, ...
  • dofheid στα ελληνικά - απάθεια, αδιαφορία, θαμπώνω, ξεθωριάζω, αμαυρώσει, να αμαυρώσει, αμαυρώσει τη
Τυχαίες λέξεις
Doen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραδίνω, κινώ, εκτελώ, αιτία, κίνηση, μετακομίζω, εξαναγκάζω, προκαλώ, κατασκευάζω, πράξη, σαλεύω, φτιάχνω, αποδίδω, κάνω, σκοπός, προξενώ, κάνει, κάνετε, κάνουμε, κάνουν