Doorgaan στα ελληνικά

Μετάφραση: doorgaan, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνεχίζω, κρατώ, συνεχίζομαι, εξακολουθώ, προβαίνω, κατακρατώ, προχωρώ, να, για να, σε, για, με
Doorgaan στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • doordrukken στα ελληνικά - δύναμη, βία, εξαναγκάζω, πιέζοντας, πατώντας, πατώντας το, με το πάτημα
  • dooreenhalen στα ελληνικά - συγχέουν, μπερδεύουν, συγχέουμε, συγχέετε, συγχέει
  • doorgaans στα ελληνικά - γενικά, συνήθως, που συνήθως, κανόνα
  • doorgang στα ελληνικά - πέρασμα, διέλευση, δίοδο, διόδου, δίοδος
Τυχαίες λέξεις
Doorgaan στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνεχίζω, κρατώ, συνεχίζομαι, εξακολουθώ, προβαίνω, κατακρατώ, προχωρώ, να, για να, σε, για, με