Droogvallen στα ελληνικά

Μετάφραση: droogvallen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στεγνός, ξηρός, ξηρό, ξηρού, ξηρά, ξηρή
Droogvallen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • droogheid στα ελληνικά - ξηρότητα, ξηρού, ξηρότητας, ξήρανσης, μέχρι ξηρού
  • droogte στα ελληνικά - ξηρασία, ξηρασίας, της ξηρασίας, την ξηρασία, η ξηρασία
  • droom στα ελληνικά - όνειρο, ονειρεύομαι, ονειρεύονται, το όνειρο, ονειρευόμαστε, ονειρευτείτε
  • droombeeld στα ελληνικά - όραση, όραμα, όνειρο, ονειρεύονται, το όνειρο, ονειρευόμαστε, ονειρευτείτε
Τυχαίες λέξεις
Droogvallen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στεγνός, ξηρός, ξηρό, ξηρού, ξηρά, ξηρή