Drukker στα ελληνικά
Μετάφραση: drukker, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τυπογράφος, εκτυπωτής, εκτυπωτή, του εκτυπωτή, τον εκτυπωτή, εκτυπωτών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- drukken στα ελληνικά - ζουλώ, στριμώχνω, στύβω, πρέσα, τύπος, πιεστήριο, πατήστε, ...
- drukkend στα ελληνικά - επαχθής, βαρύς, καταπιεστικός, καταπιεστική, καταπιεστικό, καταπιεστικά, καταπιεστικές, ...
- drukknop στα ελληνικά - κουμπί, σπρώξιμο, σπρώχνω, ώθηση, ώθησης, πάτημα, πίεσης, ...
- drukletter στα ελληνικά - είδος, δακτυλογραφώ, τυπωμένο, εκτυπωμένη, τυπωμένα, εκτυπώνονται, εκτυπωθεί
Τυχαίες λέξεις
Drukker στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τυπογράφος, εκτυπωτής, εκτυπωτή, του εκτυπωτή, τον εκτυπωτή, εκτυπωτών
Μεταφράσεις: τυπογράφος, εκτυπωτής, εκτυπωτή, του εκτυπωτή, τον εκτυπωτή, εκτυπωτών