Τυπογράφος στα ολλανδικά

Μετάφραση: τυπογράφος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
drukker, boekdrukker, printer, typograaf, typographer, typografische, de typograaf, typograaf werkzaam
Τυπογράφος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τυπογράφος

τυπογράφος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τυπογράφος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • τυπικός στα ολλανδικά - eigenaardig, typisch, typische, de typische, normale, karakteristieke
  • τυπικότητα στα ολλανδικά - formaliteit, formaliteiten, formeel, formele, formaliteit is
  • τυπώνω στα ολλανδικά - boekdrukken, printen, afdruk, afdrukken, prent, Print, drukken
  • τυρί στα ολλανδικά - kaas, cheese, kaas aangezeten, de kaas
Τυχαίες λέξεις
Τυπογράφος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: drukker, boekdrukker, printer, typograaf, typographer, typografische, de typograaf, typograaf werkzaam