Dynamiet στα ελληνικά
Μετάφραση: dynamiet, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δυναμίτης, δυναμίτιδα, δυναμίτη, δυναμίτιδας, δυναμίτες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dwingen στα ελληνικά - βία, εξαναγκάζω, δύναμη, ισχύ, ισχύει, ισχύος, ισχύουν
- dwingend στα ελληνικά - υποχρεωτικός, υποχρεωτική, υποχρεωτικό, υποχρεωτικής, υποχρεωτικές, υποχρεωτικά
- dynamisch στα ελληνικά - δυναμικός, δυναμική, δυναμικό, δυναμικής, δυναμικές
- echec στα ελληνικά - αποτυχία, φιάσκο, παράλειψη, βλάβη, ανεπάρκεια, αποτυχίας
Τυχαίες λέξεις
Dynamiet στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δυναμίτης, δυναμίτιδα, δυναμίτη, δυναμίτιδας, δυναμίτες
Μεταφράσεις: δυναμίτης, δυναμίτιδα, δυναμίτη, δυναμίτιδας, δυναμίτες