Echter στα ελληνικά

Μετάφραση: echter, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γαλήνιος, ήρεμος, ωστόσο, ακίνητος, όμως, ακόμα, εντούτοις, πάντως
Echter στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • echtelieden στα ελληνικά - σπίρτο, ταιριάζω, αγώνας, συνταιριάζω, ζευγάρι, ζευγάρι που, ηλικίας, ...
  • echten στα ελληνικά - νομιμοποιήσει, νομιμοποιούν, νομιμοποιήσουν, νομιμοποιεί, να νομιμοποιήσει
  • echtgenoot στα ελληνικά - σύζυγος, σύζυγο, σύζυγό, σύζυγός, ο σύζυγός
  • echtgenote στα ελληνικά - σύντροφος, ύπαρχος, ζευγαρώνω, ταίρι, φιλαράκος, γυναίκα, σύζυγος, ...
Τυχαίες λέξεις
Echter στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γαλήνιος, ήρεμος, ωστόσο, ακίνητος, όμως, ακόμα, εντούτοις, πάντως