Edel στα ελληνικά
Μετάφραση: edel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ψηλός, άξιος, στερεός, συμπαγής, αβρός, ευγενής, ευγενή, ευγενούς, ευγενών, ευγενές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- economisch στα ελληνικά - οικονομικά, οικονομική, από οικονομική, οικονομικώς, οικονομικής
- eczeem στα ελληνικά - έκζεμα, εκζέματος, το έκζεμα, του εκζέματος, εκζέματα
- edelen στα ελληνικά - αριστοκρατία, αρχοντιά, ευγένεια, ευγενείς, ευγενών
- edelgesteente στα ελληνικά - πετράδι, πετροβολώ, λιθοβολώ, κόσμημα, πέτρα, στολίδι, κοσμήματος, ...
Τυχαίες λέξεις
Edel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ψηλός, άξιος, στερεός, συμπαγής, αβρός, ευγενής, ευγενή, ευγενούς, ευγενών, ευγενές
Μεταφράσεις: ψηλός, άξιος, στερεός, συμπαγής, αβρός, ευγενής, ευγενή, ευγενούς, ευγενών, ευγενές