Eigen στα ελληνικά
Μετάφραση: eigen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσωπικός, οικιακός, κατέχω, κατοικίδιος, της], τα δικά, δική, δικά, το δικό, τη δική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- eggen στα ελληνικά - σβάρνα, Harrow, σβάρνας, επιπεδωτήρα, επιπεδωτήρας
- ei στα ελληνικά - αυγό, αυγών, αυγού, των αυγών, ωάριο
- eigenaar στα ελληνικά - κάτοχος, ιδιοκτήτης, κτήτορας, ιδιοκτήτη, κατόχου, κάτοχο
- eigenaardig στα ελληνικά - ιδιόμορφος, τυπικός, ρούμι, παράξενος, γραφικός, μοναδικός, αλλόκοτος, ...
Τυχαίες λέξεις
Eigen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσωπικός, οικιακός, κατέχω, κατοικίδιος, της], τα δικά, δική, δικά, το δικό, τη δική
Μεταφράσεις: προσωπικός, οικιακός, κατέχω, κατοικίδιος, της], τα δικά, δική, δικά, το δικό, τη δική