Κατέχω στα ολλανδικά

Μετάφραση: κατέχω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bezitten, eigen, houden, vasthouden, aanhouden, houd, te houden
Κατέχω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατέχω

κατέχω conjugation, κατέχω μεταφραση, κατέχω συνώνυμο, κατέχω wiktionary, κατέχω το, κατέχω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κατέχω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κατάφορτος στα ολλανδικά - vol, beladen, bezaaid
  • κατάχρηση στα ολλανδικά - krenken, mishandelen, gescheld, beledigen, misbruiken, affronteren, uitschelden, ...
  • κατήγορος στα ολλανδικά - aanklager, justitie, van justitie, officier van justitie, openbare aanklager
  • κατήφεια στα ολλανδικά - weemoedig, droefgeestigheid, zwaarmoedig, weemoed, zwaarmoedigheid, melancholiek, melancholie, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατέχω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bezitten, eigen, houden, vasthouden, aanhouden, houd, te houden