Της] στα ολλανδικά
Μετάφραση: της], Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bezitten, eigen, van, van de, van het, over
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: της]
της ελλάδος τα παιδιά, της κακομοιρας, της γερακινας γιος, της αγαπης μαχαιρια επεισοδιο 1, της ληθης το πηγαδι, της] λεξικό γλώσσας ολλανδικά, της] στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- τηρώ στα ολλανδικά - ontdekken, opvolgen, waarnemen, in acht nemen, opmerken, observeren, acht
- της στα ολλανδικά - zijn, haar, hun, van, van de, van het, over
- τι στα ολλανδικά - welk, dat, wat, hetgeen, welke, hoe, waar, ...
- τιθασεύω στα ολλανδικά - africhten, dresseren, temmen, verzachten, te verzachten, zacht, zachter, ...
Τυχαίες λέξεις
Της] στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bezitten, eigen, van, van de, van het, over
Μεταφράσεις: bezitten, eigen, van, van de, van het, over