Energieloos στα ελληνικά
Μετάφραση: energieloos, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αδρανής, αδρανή, αδρανούς, αδρανές, αδρανείς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- energie στα ελληνικά - ενέργεια, ενέργειας, ενεργειακής, ενεργειακή, της ενέργειας
- energiek στα ελληνικά - δραστήριος, ενεργητικός, ενεργητική, ενεργητικό, ενεργητικά, ενεργειακό
- enfin στα ελληνικά - τώρα, Enfin
- eng στα ελληνικά - στενός, μακάβριος, στοιχειωμένος, τρομακτικό, spooky, απόκοσμο, ντυμένοι φαντάσματα
Τυχαίες λέξεις
Energieloos στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αδρανής, αδρανή, αδρανούς, αδρανές, αδρανείς
Μεταφράσεις: αδρανής, αδρανή, αδρανούς, αδρανές, αδρανείς