Fenomenaal στα ελληνικά

Μετάφραση: fenomenaal, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκπληκτικός, φαινομενικός, εκπληκτική, πρωτοφανής, φαινομενική, φαινομενικό
Fenomenaal στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • feniks στα ελληνικά - φοίνιξ, Φοίνιξ, Phoenix, φοίνικας, φοίνικα, του Φοίνικας
  • fenomeen στα ελληνικά - φαινόμενο, φαινομένου, το φαινόμενο, του φαινομένου, φαινόμενο αυτό
  • feodaal στα ελληνικά - φεουδαρχικός, φεουδαλικός, φεουδαρχική, φεουδαρχικό, φεουδαρχικής
  • ferm στα ελληνικά - ανθεκτικός, εδραίος, γερός, εταιρία, ρωμαλέος, γενναίος, σκληροτράχηλος, ...
Τυχαίες λέξεις
Fenomenaal στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκπληκτικός, φαινομενικός, εκπληκτική, πρωτοφανής, φαινομενική, φαινομενικό