Καλλιεργημένος στα ολλανδικά
Μετάφραση: καλλιεργημένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
iel, kies, geraffineerd, gevoelig, delicaat, fijn, ontwikkeld, gekweekt, gekweekte, in cultuur, beschaafde
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καλλιεργημένος
καλλιεργημένος συνώνυμο, καλλιεργημένοσ άνθρωποσ, καλλιεργημένος συνώνυμα, καλλιεργημένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καλλιεργημένος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- καλεσμένος στα ολλανδικά - logé, gast, gasten, Gastenboek, gast van, gastenbeoordelingen
- καλκάνι στα ολλανδικά - tarbot, de tarbot, turbot, van tarbot, voor tarbot
- καλλιεργώ στα ολλανδικά - voeden, bewerken, bebouwen, kweken, grootbrengen, groeien, telen, ...
- καλλιτέχνης στα ολλανδικά - kunstenaar, artiest, artist
Τυχαίες λέξεις
Καλλιεργημένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: iel, kies, geraffineerd, gevoelig, delicaat, fijn, ontwikkeld, gekweekt, gekweekte, in cultuur, beschaafde
Μεταφράσεις: iel, kies, geraffineerd, gevoelig, delicaat, fijn, ontwikkeld, gekweekt, gekweekte, in cultuur, beschaafde