Gebruiken στα ελληνικά
Μετάφραση: gebruiken, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τροφοδοτώ, πίνω, τρώω, ποτό, χρήση, ταΐζω, χρησιμοποιώ, σιτίζω, να, για να, σε, για, με
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- gebruik στα ελληνικά - χρήση, άσκηση, τρόπος, χρησιμοποιώ, έθιμο, συνήθεια, εργασία, ...
- gebruikelijk στα ελληνικά - συνήθης, κοινός, συνηθισμένος, συνήθη, συνήθεις, συνηθισμένο, συνηθισμένη
- gebruiker στα ελληνικά - χρήστης, καταναλωτής, χρήστη, του χρήστη, εγχειρίδιο, χρήσης
- gecommitteerde στα ελληνικά - παραγγελιοδόχος, αφοσιωμένη, δεσμεύεται, δεσμευμένη, προσηλωμένη, δεσμευτεί
Τυχαίες λέξεις
Gebruiken στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τροφοδοτώ, πίνω, τρώω, ποτό, χρήση, ταΐζω, χρησιμοποιώ, σιτίζω, να, για να, σε, για, με
Μεταφράσεις: τροφοδοτώ, πίνω, τρώω, ποτό, χρήση, ταΐζω, χρησιμοποιώ, σιτίζω, να, για να, σε, για, με