Ποτό στα ολλανδικά
Μετάφραση: ποτό, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
drank, gebruiken, drankje, pimpelen, zuipen, brouwsel, alcohol, drinken, borrel, drink
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ποτό
ποτό τίποτα, ποτό με λίγες θερμίδες, ποτό κουμκουάτ, ποτό πορτοκάλι, ποτό φράουλα, ποτό λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ποτό στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ποτίζω στα ολλανδικά - water, besproeien, pis, wateren, bevochtigen, drenken, bevloeien, ...
- ποταπός στα ολλανδικά - laag, verachtelijk, verachtelijke, verachten, is verachtelijk, veracht
- που στα ολλανδικά - dat, waar, wanneer, waarin, waarbij
- πουκάμισο στα ολλανδικά - overhemd, hemd, shirt van, shirt van de, shirts
Τυχαίες λέξεις
Ποτό στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: drank, gebruiken, drankje, pimpelen, zuipen, brouwsel, alcohol, drinken, borrel, drink
Μεταφράσεις: drank, gebruiken, drankje, pimpelen, zuipen, brouwsel, alcohol, drinken, borrel, drink