Gedogen στα ελληνικά
Μετάφραση: gedogen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενοικιάζομαι, άδεια, επιτρέπω, αφήνω, ανέχεται, ανέχονται, ανεχτεί, ανεχθεί, ανεχθούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- gediplomeerd στα ελληνικά - απόφοιτος, αποφοιτώ, πτυχιούχος, μεταπτυχιακό, μεταπτυχιακών, μεταπτυχιακούς
- gedoe στα ελληνικά - αγωγή, επενέργεια, διάβημα, δραστηριότητα, δράση, ταλαιπωρία, παρενόχληση, ...
- gedrag στα ελληνικά - διεξάγω, συμπεριφορά, φέρσιμο, διαγωγή, συμπεριφοράς, τη συμπεριφορά, η συμπεριφορά, ...
- gedrocht στα ελληνικά - κτήνος, τέρας, τέρατος, το τέρας, τεράτων, τέρας που
Τυχαίες λέξεις
Gedogen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενοικιάζομαι, άδεια, επιτρέπω, αφήνω, ανέχεται, ανέχονται, ανεχτεί, ανεχθεί, ανεχθούν
Μεταφράσεις: ενοικιάζομαι, άδεια, επιτρέπω, αφήνω, ανέχεται, ανέχονται, ανεχτεί, ανεχθεί, ανεχθούν