Geducht στα ελληνικά
Μετάφραση: geducht, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δυνατός, ισχυρός, ισχυρή, ισχυρό, ισχυρές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- gedrocht στα ελληνικά - κτήνος, τέρας, τέρατος, το τέρας, τεράτων, τέρας που
- gedrochtelijk στα ελληνικά - τραγελαφικός, τερατώδης, τερατώδες, τερατώδη, τερατώδεις, τερατώδους
- geduld στα ελληνικά - αποχή, υπομονή, μακροθυμία, καρτερία, την υπομονή, υπομονής, η υπομονή, ...
- geduldig στα ελληνικά - υπομονετικός, ασθενής, ασθενή, ασθενούς, ασθενών, των ασθενών
Τυχαίες λέξεις
Geducht στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δυνατός, ισχυρός, ισχυρή, ισχυρό, ισχυρές
Μεταφράσεις: δυνατός, ισχυρός, ισχυρή, ισχυρό, ισχυρές