Gedurfdheid στα ελληνικά
Μετάφραση: gedurfdheid, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντιμετωπίζω, θράσος, αντικρίζω, μάγουλο, τόλμη, θρασύτητα, αναίδεια, νεύρο, τόλμημα, κύρος, πρόσωπο, την τόλμη, παρρησία, θάρρος, τόλμης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- gedurende στα ελληνικά - για, ενώ, για την, για τη, για το, για τις
- gedurfd στα ελληνικά - τόλμημα, θαρραλέος, γενναίος, έντονος, τόλμη, τολμηρή, τολμηρό, ...
- gedurig στα ελληνικά - αδιάπτωτος, τακτικά, μόνιμος, διαρκείας, συνεχής, συχνά, συνεχώς, ...
- gedwee στα ελληνικά - υπάκουος, πειθήνιος, μειλίχια, πειθήνια, γλυκειά εκδοχή, πραότητα, διστακτικών
Τυχαίες λέξεις
Gedurfdheid στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντιμετωπίζω, θράσος, αντικρίζω, μάγουλο, τόλμη, θρασύτητα, αναίδεια, νεύρο, τόλμημα, κύρος, πρόσωπο, την τόλμη, παρρησία, θάρρος, τόλμης
Μεταφράσεις: αντιμετωπίζω, θράσος, αντικρίζω, μάγουλο, τόλμη, θρασύτητα, αναίδεια, νεύρο, τόλμημα, κύρος, πρόσωπο, την τόλμη, παρρησία, θάρρος, τόλμης