Geestdriftig στα ελληνικά

Μετάφραση: geestdriftig, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενθουσιασμένος, ενθουσιώδης, ενθουσιώδεις, ενθουσιώδη, ενθουσιασμό, ενθουσιώδες
Geestdriftig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • geest στα ελληνικά - πνεύμα, οπτασία, φυλάξου, εξυπνάδα, εγκέφαλος, νοοτροπία, ψυχοσύνθεση, ...
  • geestdrift στα ελληνικά - ενθουσιασμός, ενθουσιασμό, τον ενθουσιασμό, ενθουσιασμού, ο ενθουσιασμός
  • geestelijk στα ελληνικά - ψυχικός, πνευματικός, διανοητικά, ψυχικά, πνευματικά, νοητική, νοητικά
  • geestelijke στα ελληνικά - θεσπέσιος, θεϊκός, κληρικός, κληρικού, κληρικό, cleric
Τυχαίες λέξεις
Geestdriftig στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενθουσιασμένος, ενθουσιώδης, ενθουσιώδεις, ενθουσιώδη, ενθουσιασμό, ενθουσιώδες