Ενθουσιασμένος στα ολλανδικά

Μετάφραση: ενθουσιασμένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
enthousiast, geestdriftig, uitbundig, opgewonden, aangeslagen, opgewekt, verheugd
Ενθουσιασμένος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενθουσιασμένος

τόσο ενθουσιασμένοσ, πολύ ενθουσιασμένοσ, ενθουσιασμένος συνώνυμα, είμαι ενθουσιασμένοσ, ενθουσιασμένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ενθουσιασμένος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ενθάρρυνση στα ολλανδικά - aanmoediging, bemoediging, bevordering, stimulering, stimuleren
  • ενθαρρύνω στα ολλανδικά - bevorderen, aanvuren, aanwakkeren, aansporen, aanmoedigen, bemoedigen, aanzetten, ...
  • ενθουσιασμός στα ολλανδικά - enthousiasme, uitbundigheid, geestdrift, enthousiast, het enthousiasme, enthousiasme van
  • ενθουσιώδης στα ολλανδικά - gretig, belust, begerig, glans, happig, enthousiast, enthousiaste, ...
Τυχαίες λέξεις
Ενθουσιασμένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: enthousiast, geestdriftig, uitbundig, opgewonden, aangeslagen, opgewekt, verheugd