Geestelijke στα ελληνικά
Μετάφραση: geestelijke, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θεσπέσιος, θεϊκός, κληρικός, κληρικού, κληρικό, cleric
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- geestdriftig στα ελληνικά - ενθουσιασμένος, ενθουσιώδης, ενθουσιώδεις, ενθουσιώδη, ενθουσιασμό, ενθουσιώδες
- geestelijk στα ελληνικά - ψυχικός, πνευματικός, διανοητικά, ψυχικά, πνευματικά, νοητική, νοητικά
- geestig στα ελληνικά - ζωηρός, πνευματώδης, σπιρτόζος, ευφυής, πνευματώδη, πνευματώδεις, πνευματώδες
- geestigheid στα ελληνικά - ευφυία
Τυχαίες λέξεις
Geestelijke στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θεσπέσιος, θεϊκός, κληρικός, κληρικού, κληρικό, cleric
Μεταφράσεις: θεσπέσιος, θεϊκός, κληρικός, κληρικού, κληρικό, cleric