Θεϊκός στα ολλανδικά

Μετάφραση: θεϊκός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
goddelijk, geestelijke, goddelijke, de goddelijke, God, Gods
Θεϊκός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: θεϊκός

θεϊκός ανθρωπομορφισμός, θεϊκός σίδηρος, θειικός σίδηρος, θειικός χαλκός, θεϊκός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, θεϊκός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • θεωρητικός στα ολλανδικά - nieuwsgierig, samenvatting, abstractie, benieuwd, abstract, weetgierig, afgetrokken, ...
  • θεωρώ στα ολλανδικά - eerbied, blik, tel, beschouwen, denken, oplettendheid, overwegen, ...
  • θεός στα ολλανδικά - godheid, god, Gods, de god, van God
  • θηλάζω στα ολλανδικά - zuigen, lurken, zogen, opzuigen, zoog, te zogen, gezoogd
Τυχαίες λέξεις
Θεϊκός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: goddelijk, geestelijke, goddelijke, de goddelijke, God, Gods