Θεσπέσιος στα ολλανδικά

Μετάφραση: θεσπέσιος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geestelijke, goddelijk, schoon, beauteous, schoone
Θεσπέσιος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: θεσπέσιος

θεσπέσιος συνώνυμα, θεσπέσιος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, θεσπέσιος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • θεσμοθέτηση στα ολλανδικά - wetgeving, institutionalisering, institutionaliseren, een instelling, de institutionalisering, in instellingen
  • θεσμός στα ολλανδικά - instelling, vestiging, institutie, orgaan, instituut, instellingen
  • θεσπίζω στα ολλανδικά - instellen, decreteren, beschikking, inrichting, stichten, verordenen, kostschool, ...
  • θετικός στα ολλανδικά - constructief, stellig, positief, positieve, een positieve, de positieve
Τυχαίες λέξεις
Θεσπέσιος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: geestelijke, goddelijk, schoon, beauteous, schoone