Gelegenheid στα ελληνικά

Μετάφραση: gelegenheid, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συγκυρία, ευκαιρία, περίπτωση, τύχη, πιθανότητα, δυνατότητα, την ευκαιρία, ευκαιρία για, ευκαιρίας
Gelegenheid στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • geleerde στα ελληνικά - φοιτήτρια, πανεπιστήμων, φοιτητής, λόγιος, Μελετητής, μελετητή, υπότροφος, ...
  • gelegen στα ελληνικά - τοποθετώ, καθορισμένος, που βρίσκεται, βρίσκεται, βρίσκονται, τοποθεσία, που βρίσκονται
  • gelei στα ελληνικά - ζελές, ζελέ, πολτός, πολτό, πηκτή, ζελατίνας
  • geleidelijk στα ελληνικά - βαθμιαία, βαθμιαίος, σιγά-, σταδιακά, σταδιακή, προοδευτικά, βαθμιαίως
Τυχαίες λέξεις
Gelegenheid στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συγκυρία, ευκαιρία, περίπτωση, τύχη, πιθανότητα, δυνατότητα, την ευκαιρία, ευκαιρία για, ευκαιρίας