Ευκαιρία στα ολλανδικά

Μετάφραση: ευκαιρία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitzicht, bof, wagen, kans, incidenteel, gelegenheid, toevallig, geluk, gebeurtenis, geval, tref, mogelijkheid, kans niet, kansen
Ευκαιρία στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ευκαιρία

ευκαιρία συνώνυμα, ευκαιρία αποφθέγματα, ευκαιρία καριέρας, ευκαιρία ακίνητα, ευκαιρία απασχόλησης για 2.200 άνεργους πτυχιούχους, ευκαιρία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ευκαιρία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ευθύς στα ολλανδικά - overeind, oprecht, eerlijk, live, rechtstreeks, rechtop, recht, ...
  • ευκάλυπτος στα ολλανδικά - eucalyptus, eucalyptusbomen, eucalyptussen, de Eucalyptus, van de eucalyptus
  • ευκαμψία στα ολλανδικά - flexibiliteit, de flexibiliteit, flexibel, soepelheid, flexibele
  • ευκατάστατος στα ολλανδικά - gefortuneerd, rijk, goed af, welgesteld, goed buiten
Τυχαίες λέξεις
Ευκαιρία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: uitzicht, bof, wagen, kans, incidenteel, gelegenheid, toevallig, geluk, gebeurtenis, geval, tref, mogelijkheid, kans niet, kansen