Gewaarworden στα ελληνικά
Μετάφραση: gewaarworden, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υφή, νιώθω, αισθάνομαι, εμπειρία, αίσθηση, έννοια, νόημα, αίσθημα, την έννοια
Μεταφράσεις
- gewaagd στα ελληνικά - επικίνδυνος, ριψοκίνδυνος, επικίνδυνη, επικίνδυνο, επικίνδυνες, ριψοκίνδυνη
- gewaagdheid στα ελληνικά - αποτολμώ, διακυβεύω, ριψοκινδυνεύω, κίνδυνος, τόλμη, την τόλμη, παρρησία, ...
- gewaarwording στα ελληνικά - συναίσθημα, αίσθηση, αντίληψη, αίσθημα, αίσθησης, καύσου, την αίσθηση
- gewas στα ελληνικά - φυτεύω, σοδειά, κουρεύω, τρύγος, φυτό, εργοστάσιο, θερίζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Gewaarworden στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υφή, νιώθω, αισθάνομαι, εμπειρία, αίσθηση, έννοια, νόημα, αίσθημα, την έννοια
Μεταφράσεις: υφή, νιώθω, αισθάνομαι, εμπειρία, αίσθηση, έννοια, νόημα, αίσθημα, την έννοια