Geweer στα ελληνικά
Μετάφραση: geweer, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιστόλι, όπλο, καραμπίνα, πυροβόλο όπλο, το όπλο, πιστολιού
Μεταφράσεις
- gewaarwording στα ελληνικά - συναίσθημα, αίσθηση, αντίληψη, αίσθημα, αίσθησης, καύσου, την αίσθηση
- gewas στα ελληνικά - φυτεύω, σοδειά, κουρεύω, τρύγος, φυτό, εργοστάσιο, θερίζω, ...
- geweifel στα ελληνικά - δισταγμός, διστακτικότητα, χρωματική αντιπαράθεση, αναποφασιστικότητα, πρόσμειξης, πρόσμειξη, πρόσμιξης
- geweld στα ελληνικά - εξαναγκάζω, βία, δύναμη, βίας, της βίας, τη βία, η βία
Τυχαίες λέξεις
Geweer στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιστόλι, όπλο, καραμπίνα, πυροβόλο όπλο, το όπλο, πιστολιού
Μεταφράσεις: πιστόλι, όπλο, καραμπίνα, πυροβόλο όπλο, το όπλο, πιστολιού