Όπλο στα ολλανδικά

Μετάφραση: όπλο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
passerbeen, depot, roer, wapenen, wapen, been, filiaal, bewapenen, arm, geweer, vuurwapen, gun, pistool, kanon
Όπλο στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: όπλο

όπλο-στυλό, όπλο-ηλεκτροσόκ, όπλο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, όπλο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • όπερα στα ολλανδικά - opera, de Opera, Opera van, opera-, Opéra
  • όπλα στα ολλανδικά - armen, wapens, de armen, takken
  • όπου στα ολλανδικά - waar, wanneer, waarin, waarbij
  • όπως στα ολλανδικά - gelijke, omdat, mogen, eender, aangezien, tot, toen, ...
Τυχαίες λέξεις
Όπλο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: passerbeen, depot, roer, wapenen, wapen, been, filiaal, bewapenen, arm, geweer, vuurwapen, gun, pistool, kanon