Gewiekst στα ελληνικά
Μετάφραση: gewiekst, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πανούργος, σέξι, πονηρός, έξυπνος, ύπουλος, καπάτσος, μουσίτσα, πανουργία, κηλίδα, δύσκολος, επιτήδειος, εξυπνάδα, πονηρή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- gewichtig στα ελληνικά - σημαντικός, βαρυσήμαντος, βαρύς, βαρύ, βαρύνουσα, σπουδαία
- gewichtloosheid στα ελληνικά - βαρύτητας, έλλειψης βαρύτητας, έλλειψη βαρύτητας, συνθήκες έλλειψης βαρύτητας, έλλειψη βάρους
- gewijd στα ελληνικά - ιερός, πανάγιος, αφιερωμένος, αφιερωμένο, αφιερωμένη, αφιερώνεται, αφοσιωμένος
- gewillig στα ελληνικά - υπάκουος, εθελοντικός, πειθήνιος, πρόθυμος, πρόθυμοι, διατεθειμένοι, πρόθυμη, ...
Τυχαίες λέξεις
Gewiekst στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πανούργος, σέξι, πονηρός, έξυπνος, ύπουλος, καπάτσος, μουσίτσα, πανουργία, κηλίδα, δύσκολος, επιτήδειος, εξυπνάδα, πονηρή
Μεταφράσεις: πανούργος, σέξι, πονηρός, έξυπνος, ύπουλος, καπάτσος, μουσίτσα, πανουργία, κηλίδα, δύσκολος, επιτήδειος, εξυπνάδα, πονηρή