Gewond στα ελληνικά

Μετάφραση: gewond, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χτυπώ, πονώ, πληγώνω, τραυματίζω, τραυματίας, τραυματίστηκαν, τραυματίστηκε, τραυματίες, τραυματίζονται
Gewond στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • gewin στα ελληνικά - απολαβή, απολαβές, ωφέλεια, αποδοχές, κέρδος, κέρδους, κέρδη, ...
  • gewis στα ελληνικά - σίγουρος, βέβαιος, σίγουροι, είστε σίγουροι, βέβαιοι
  • gewoon στα ελληνικά - ανεπίσημος, κοινός, ξέγνοιαστος, συνηθισμένος, συνήθης, μόλις, απλώς, ...
  • gewoonlijk στα ελληνικά - κοινώς, κοινά, γενικά, συνήθως, που συνήθως, κανόνα
Τυχαίες λέξεις
Gewond στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χτυπώ, πονώ, πληγώνω, τραυματίζω, τραυματίας, τραυματίστηκαν, τραυματίστηκε, τραυματίες, τραυματίζονται