Godheid στα ελληνικά
Μετάφραση: godheid, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αθάνατος, θεός, θεότητα, θεότητας, θεά, θεότητα που, θεού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- goddelijk στα ελληνικά - θεϊκός, επουράνιος, θεσπέσιος, θείος, θεία, θεϊκή, θείας
- godgeleerdheid στα ελληνικά - θεολογία, θεολογίας, Θεολογικής, Θεολογική, τη θεολογία
- godsdienst στα ελληνικά - θρησκεία, θρησκείας, τη θρησκεία, της θρησκείας, η θρησκεία
- godsdienstig στα ελληνικά - ευσεβής, θρησκευόμενος, πνευματικός, θρησκευτικός, θρήσκος, θρησκευτικές, θρησκευτικών, ...
Τυχαίες λέξεις
Godheid στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αθάνατος, θεός, θεότητα, θεότητας, θεά, θεότητα που, θεού
Μεταφράσεις: αθάνατος, θεός, θεότητα, θεότητας, θεά, θεότητα που, θεού