Goedmaken στα ελληνικά

Μετάφραση: goedmaken, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναπληρώνω, αντισταθμίζω, μακιγιάζ, συνθέτουν, αποτελούν, απαρτίζουν, να αναπληρώσετε
Goedmaken στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • goedkeuring στα ελληνικά - επιδοκιμασία, ευλογία, παραδοχή, έγκριση, έγκρισης, την έγκριση, εγκρίσεως, ...
  • goedkoop στα ελληνικά - φτηνός, φτηνές, φθηνά, φθηνή, φτηνό
  • goeduitziend στα ελληνικά - ωραίος, όμορφος, καλή εμφάνιση, όμορφο, ευπαρουσίαστη, καλή εμφάνιση των
  • goedvinden στα ελληνικά - άδεια, αμπάρι, συμφωνία, αρμονία, συγκατανεύω, κρατώ, συμφωνώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Goedmaken στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναπληρώνω, αντισταθμίζω, μακιγιάζ, συνθέτουν, αποτελούν, απαρτίζουν, να αναπληρώσετε