Groen στα ελληνικά

Μετάφραση: groen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πράσινος, νωπός, δροσερός, ζωντανός, φρέσκος, πράσινο, πράσινη, πράσινα, πράσινου
Groen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • groei στα ελληνικά - εξέλιξη, ανάπτυξη, αύξηση, όγκος, αυξάνω, ανάπτυξης, την ανάπτυξη, ...
  • groeien στα ελληνικά - να, για, σε, με, για να
  • groente στα ελληνικά - λαχανικό, φυτικά, λαχανικών, φυτικών, φυτικό
  • groep στα ελληνικά - συσσώρευση, συγκρότημα, τοποθετώ, συρροή, ομάδα, συναρμολόγηση, σύναξη, ...
Τυχαίες λέξεις
Groen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πράσινος, νωπός, δροσερός, ζωντανός, φρέσκος, πράσινο, πράσινη, πράσινα, πράσινου