Grondvesten στα ελληνικά
Μετάφραση: grondvesten, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξαπολύω, διαπιστώνω, καθιερώνω, ιδρύω, καθελκύω, εκτοξεύω, επιβάλλω, βάση, βάσης, βάσεως, βασικό, βάσεων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- grondstof στα ελληνικά - στοιχεία, δεδομένα, πράμα, ύλη, υλικό, υλικού, υλικών, ...
- grondtal στα ελληνικά - ευτελής, βάση, έδαφος, βάθρο, προσαράσσω, γη, Radix, ...
- grondvlak στα ελληνικά - γη, βάθρο, βάση, ευτελής, προσαράσσω, έδαφος, βάσης, ...
- grondwet στα ελληνικά - σύνταγμα, Συντάγματος, σύσταση, συγκρότηση, Συντάγματος της
Τυχαίες λέξεις
Grondvesten στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξαπολύω, διαπιστώνω, καθιερώνω, ιδρύω, καθελκύω, εκτοξεύω, επιβάλλω, βάση, βάσης, βάσεως, βασικό, βάσεων
Μεταφράσεις: εξαπολύω, διαπιστώνω, καθιερώνω, ιδρύω, καθελκύω, εκτοξεύω, επιβάλλω, βάση, βάσης, βάσεως, βασικό, βάσεων