Hachelijk στα ελληνικά
Μετάφραση: hachelijk, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επισφαλής, καίριος, ριψοκίνδυνος, επικίνδυνος, επισφαλείς, επισφαλή, επισφαλούς, επισφαλών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- haat στα ελληνικά - μίσος, μισώ, έχθρα, μίσους, το μίσος, του μίσους
- haatdragendheid στα ελληνικά - μνησικακία, σκοράρω, πικράδα, σκορ, χολή, αγανάκτηση, άχτι, ...
- hachelijkheid στα ελληνικά - κίνδυνος, αβεβαιότητα, επισφάλεια, ανασφάλεια, της αβεβαιότητας, επισφάλειας
- hachje στα ελληνικά - ζωή, ισόβιος, βίος, κρύβω, κρύψει, απόκρυψη, αποκρύψετε, ...
Τυχαίες λέξεις
Hachelijk στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επισφαλής, καίριος, ριψοκίνδυνος, επικίνδυνος, επισφαλείς, επισφαλή, επισφαλούς, επισφαλών
Μεταφράσεις: επισφαλής, καίριος, ριψοκίνδυνος, επικίνδυνος, επισφαλείς, επισφαλή, επισφαλούς, επισφαλών