Handwerk στα ελληνικά

Μετάφραση: handwerk, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκάφος, υπόθεση, επάγγελμα, κατοχή, δουλειές, ρυτίδα, γραμμή, παρατάσσω, επιτήδευμα, δουλειά, εμπόριο, επενδύω, κατάληψη, επιχείρηση, χειροτεχνία, χειροτεχνίας, βιοτεχνίας, χειροτεχνήματα, βιοτεχνία
Handwerk στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • handvest στα ελληνικά - ναυλώνω, καταστατικό, ναύλωση, καταστατικός χάρτης, Χάρτη, τσάρτερ, charter
  • handvol στα ελληνικά - χούφτα, λίγες, ελάχιστες, λίγα, χούφτας
  • handwortel στα ελληνικά - καρπό, καρπού, τον καρπό, στον καρπό, του καρπού
  • hangen στα ελληνικά - απαγχονίζω, να, για να, σε, για, με
Τυχαίες λέξεις
Handwerk στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκάφος, υπόθεση, επάγγελμα, κατοχή, δουλειές, ρυτίδα, γραμμή, παρατάσσω, επιτήδευμα, δουλειά, εμπόριο, επενδύω, κατάληψη, επιχείρηση, χειροτεχνία, χειροτεχνίας, βιοτεχνίας, χειροτεχνήματα, βιοτεχνία