Hecht στα ελληνικά
Μετάφραση: hecht, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δυνατός, στάβλος, ουσιαστικός, γερός, εταιρία, σταθερός, ρωμαλέος, αξιόλογος, στερεός, εδραίος, σκληρός, δύσκολος, ανθεκτικός, συμπαγής, σκληροτράχηλος, ισχυρός, ισχυρή, ισχυρό, ισχυρές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- hebben στα ελληνικά - κρατώ, αμπάρι, έχε, έχω, να, για, σε, ...
- hebzuchtig στα ελληνικά - λαίμαργος, παραδόπιστος, σημαίνω, άπληστος, σφιχτός, κερδομανής, τσιγκούνης, ...
- hechten στα ελληνικά - ραφή, αποδίδουν, επισυνάψετε, συνδέστε, επισυνάπτει, συνδέσετε
- hechtenis στα ελληνικά - κράτηση, κολάρο, συλλαμβάνω, σύλληψη, βουτώ, κλέβω, γιακάς, ...
Τυχαίες λέξεις
Hecht στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δυνατός, στάβλος, ουσιαστικός, γερός, εταιρία, σταθερός, ρωμαλέος, αξιόλογος, στερεός, εδραίος, σκληρός, δύσκολος, ανθεκτικός, συμπαγής, σκληροτράχηλος, ισχυρός, ισχυρή, ισχυρό, ισχυρές
Μεταφράσεις: δυνατός, στάβλος, ουσιαστικός, γερός, εταιρία, σταθερός, ρωμαλέος, αξιόλογος, στερεός, εδραίος, σκληρός, δύσκολος, ανθεκτικός, συμπαγής, σκληροτράχηλος, ισχυρός, ισχυρή, ισχυρό, ισχυρές