Heftig στα ελληνικά
Μετάφραση: heftig, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βίαιος, άγρια, έντονα, σκληρά, σθεναρά, έντονο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- heffing στα ελληνικά - εισφορά, εισφοράς, εισφοράς που, εισφορα, εισφορά που
- heft στα ελληνικά - χερούλι, λαβή ξίφους, λαβή, λαιμό, hilt, λαβής
- heftigheid στα ελληνικά - οργή, μανία, βία, λύσσα, σκαιότητα, απότομο, βιαιότης, ...
- heg στα ελληνικά - φράκτης, αντιστάθμισης, αντιστάθμιση, αντιστάθμισης κινδύνου, hedge, κινδύνου
Τυχαίες λέξεις
Heftig στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βίαιος, άγρια, έντονα, σκληρά, σθεναρά, έντονο
Μεταφράσεις: βίαιος, άγρια, έντονα, σκληρά, σθεναρά, έντονο