Βίαιος στα ολλανδικά
Μετάφραση: βίαιος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hevig, heftig, geweldig, gewelddadig, gewelddadige, hevige
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βίαιος
βίαιος σταυροφόρος, βίαιοσ θάνατοσ 17χρονησ από βαφή μαλλιών, βίαιος άντρας, βίαιος διδάσκαλος ο πόλεμος, βίαιος σύντροφος, βίαιος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, βίαιος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- βήχω στα ολλανδικά - hoesten, hoest, kuch, kuchen
- βία στα ολλανδικά - kracht, douwen, sterkte, verplichten, trekken, aanduwen, macht, ...
- βίδα στα ολλανδικά - cipier, schroeven, naaien, schroef, bout, de schroef
- βίζα στα ολλανδικά - visum, Visa, een visum, visumplicht
Τυχαίες λέξεις
Βίαιος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: hevig, heftig, geweldig, gewelddadig, gewelddadige, hevige
Μεταφράσεις: hevig, heftig, geweldig, gewelddadig, gewelddadige, hevige