Huurder στα ελληνικά

Μετάφραση: huurder, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ένοικος, κολίγας, νοικάρης, ενοικιαστής, μισθωτή, ενοικιαστή, μισθωτής
Huurder στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • hutspot στα ελληνικά - ποικιλία, συνονθύλευμα, σύμφυρμα, συνοθύλευμα, όλες μαζί προέβαιναν, ανεμομάζωμα
  • huur στα ελληνικά - ενοικιάζω, νοίκι, ενοίκιο, εκμίσθωση, μίσθωση, μίσθωμα, ενοικίαση, ...
  • huurling στα ελληνικά - μισθοφόρος, μισθοφορικός, μισθοφορικών, μισθοφορικό, μισθοφόρου, μισθοφορικού
  • huurovereenkomst στα ελληνικά - εκμίσθωση, μίσθωση, συμφωνητικό ενοικίασης, σύμβαση μισθώσεως, συμφωνίας μίσθωσης, συμφωνία μίσθωσης, συμφωνίας ενοικίασης
Τυχαίες λέξεις
Huurder στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ένοικος, κολίγας, νοικάρης, ενοικιαστής, μισθωτή, ενοικιαστή, μισθωτής