Ένοικος στα ολλανδικά
Μετάφραση: ένοικος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pachter, huurder, huurders, tenant, de huurder
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ένοικος
ένοικος εξάρχεια, μπαρ ένοικος, ένοικος ετυμολογία, ένοικος μετάφραση, ένοικος καλλιδρομίου, ένοικος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ένοικος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ένιωθα στα ολλανδικά - vilt, ik voelde, ik voelde me, voelde ik, voelde ik me, ik vond
- έννοια στα ολλανδικά - plan, doel, bedoeling, zin, strekking, opvatting, betekenis, ...
- ένορκος στα ολλανδικά - jurylid, gezworene, jury, juryleden, juror
- ένοχος στα ολλανδικά - schuldig, schuldige, zich schuldig, schuld, schuldigen
Τυχαίες λέξεις
Ένοικος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: pachter, huurder, huurders, tenant, de huurder
Μεταφράσεις: pachter, huurder, huurders, tenant, de huurder