Νοικάρης στα ολλανδικά

Μετάφραση: νοικάρης, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pachter, huurder, Roomer, Roomers, Roomers heeft
Νοικάρης στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: νοικάρης

νοικάρης στην καρδιά σου, νοικάρης λεξικό γλώσσας ολλανδικά, νοικάρης στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • νοθεύω στα ολλανδικά - verdraaien, misleiden, verfijnd, verfijnde, sophisticate
  • νοιάζομαι στα ολλανδικά - ding, goedje, aangelegenheid, stof, substantie, zelfstandigheid, affaire, ...
  • νοικιάζω στα ολλανδικά - afhuren, huren, aanwerven, aannemen, verhuren, charteren, huur, ...
  • νοικοκύρης στα ολλανδικά - huisvrouw, gezinshulp, homemaker, huis vrouw
Τυχαίες λέξεις
Νοικάρης στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: pachter, huurder, Roomer, Roomers, Roomers heeft